Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κάνω ανάλυση

  • 1 ανάλυση

    [-ις (-εως)] η в разн. знач анализ;

    ανάλυση του αίματος — анализ крови;

    ανάλυση λογοτεχνικού έργου — анализ литературного произведения;

    γραμματική ανάλυση — грамматический анализ;

    κάνω ανάλυση — делать анализ; — анализировать, подвергать анализу

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ανάλυση

  • 2 разобрать

    разберу, разбершь, παρλθ. χρ. разобрал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разобранный, βρ: -бран, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. πιάνω, παίρνω, αδράζω• αρπάζω•

    -ли цопы и начали молотить πήραν τα δάρτια και άρχισαν να στουμπίζουν.

    || αναρπάζω, αγοράζω βιαστικά.
    2. τακτοποιώ, διευθετώ. || ξεχωρίζω, ταξινομώ.
    3. διερευνώ, εξετάζω, ελέγχω•

    разобрать д-ло εξετάζω την υπόθεση•

    разобрать вопрос εξετάζω το ζήτημα.

    4. λύνω, διαλύω, διαμελίζω•

    разобрать пуле-мт λύνω το πολυβόλο.

    || χαλνώ, ρίχνω κάτω• γκρεμίζω•

    разобрать крышу χαλνώ τη στέγη•

    печку χαλνώ τη θερμάστρα.

    5. αναλύω, κάνω ανάλυση•

    разобрать картину κάνω ανάλυση της εικόνας•

    разобрать предложение по частям речи κάνω γραμματική ανάλυση της πρότασης (τεχνολογία).

    6. ξεχωρίζω, διακρίνω, γνωρίζω, βγάζω• καταλαβαίνω•

    разобрать почерк βγάζω το γραφικό χαρακτήρα-- в темноте διακρίνω στο σκοτάδι•

    разобрать вкуса ξεχωρίζω τη γεύση.

    7. κυριεύω, πιάνω, κατέχω (για αισθήματα, επιθυμία κ.τ.τ.).
    1. τακτοποιούμαι, διευθετούμαι.
    2. καταλαβαίνω, εννοώ, εισέρχομαι (μπαίνω) στο νόημα.
    3. (στρατ.) συντάσσομαι.

    Большой русско-греческий словарь > разобрать

  • 3 анализ

    α.
    ανάλυση•

    подвергнуть -у понятие причинности υποβάλλω σε ανάλυση την έννοια του αιτιατού•

    химический анализ χημική ανάλυση•

    микроскопический анализ μικροσκοπική ανάλυση•

    анализ крови ανάλυση αίματος•

    грамматический анализ γραμματική ανάλυση•

    произвести литературного произведения κάνω ανάλυση λογοτεχνικού έργου.

    Большой русско-греческий словарь > анализ

  • 4 анализировать

    анализировать αναλύω, κάνω ανάλυση
    * * *
    αναλύω, κάνω ανάλυση

    Русско-греческий словарь > анализировать

  • 5 исследовать

    -дую, -дуешь ρ.δ.κ.σ.μ. ερευνώ, εξερευνώ• μελετώ, εξετάζω• ; αναλύω, κάνω ανάλυση•

    исследовать законы природы ερευνώ τους νόμους της φύσης• исследовать какой-л. вопрос εξετάζω κάποιο ζήτημα•

    исследовать состав вещества κάνω ανάλυση της σύνθεσης της ουσίας•

    исследовать больного εξετάζω (ακροώμαι) τον άρρωστο.

    || ανιχνεύω, κατοπτεύω•

    военный отряд -ал все побережье το στρατιωτικό απόσπασμα κατόπτευσε όλη την ακτή.

    ερευνώμαι; μελετιέμαι• εξετάζομαι αναλύομαι. || ανιχνεύομαι, κατοπτεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > исследовать

  • 6 анализирование

    η ανάλυση
    -ть αναλύω, κάνω ανάλυση

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > анализирование

  • 7 анализировать

    -рую, -руешь;, ρ.δ. и.σ.
    αναλύω, κάνω ανάλυση• εξετάζω•

    анализировать прошлое κάνω εξέταση του παρελθόντος.

    αναλύομαι, εξετάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > анализировать

  • 8 исследовать

    1. (заниматься научно-исследовательской работой) ερευνώ 2. (изучать конкретные проблемы) μελετώ 3. (проводить анализ) κάνω ανάλυση, αναλύω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > исследовать

См. также в других словарях:

  • αναλύω — ανάλυσα και ανέλυσα, λύθηκα, λυμένος 1. κάνω ανάλυση (βλ. λ.). 2. διαλύω, αποσυνθέτω: Έβαλε το μέλι στη φωτιά για να αναλυθεί. 3. αναπτύσσω πλατιά κάτι: Στη μακρά ομιλία του ανάλυσε τους λόγους για τους οποίους επιβάλλεται η ριζική αναδιοργάνωση… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

  • αναλύω — (Α ἀναλύω) 1. χωρίζω κάτι σύνθετο στα συστατικά του στοιχεία 2. διαλύω σώμα στερεάς μορφής, λειώνω (στα αρχ. στην παθ.) 3. ερευνώ, εξετάζω αναλυτικά, διερευνώ, λεπτολογώ 4. εκτυλίσσω, ξετυλίγω (στα αρχ. στη μέσ.) 5. (στη Λογική) αναλύω συλλογισμό …   Dictionary of Greek

  • αστρονομία — Επιστήμη συγγενική με τη φυσική και τα μαθηματικά, που ερευνά τα φαινόμενα των αστέρων· η επιστήμη που μελετά τη φυσική κατάσταση, τη θέση, την κίνηση, τη σύσταση και την εξέλιξη των αστέρων. Η λέξη αστέρες λαμβάνεται εδώ στην όσο το δυνατόν… …   Dictionary of Greek

  • βαίνω — (AM βαίνω) προχωρώ νεοελλ. εξελίσσομαι, φέρομαι («βαίνει προς βελτίωσιν») αρχ. μσν. βαδίζω, περπατώ μσν. 1. περνώ, διαβαίνω 2. προπορεύομαι αρχ. Ι. 1. ανεβαίνω («ἐπὶ νηός ἔβαινεν», «ἐφ ἵππων βάντες», «ἐπί πῶλον βεβῶσα», «βήσασθαι δίφρον») 2.… …   Dictionary of Greek

  • πασιφισμός — (από το λατινικό pax, ειρήνη). Σύνολο πολιτικών θεωριών και κινημάτων που, πιστεύοντας ότι η σταθερή ειρήνη είναι σκοπός θεμελιώδους σημασίας για την ανθρωπότητα, επιδιώκουν τη θεωρητική επεξεργασία και την πρακτική εφαρμογή των μέσων που… …   Dictionary of Greek

  • φθάνω — ΝΜΑ, και φτάνω Ν, και φθάζω ΜΑ 1. (για πρόσ. και πράγμ.) καταλήγω εκεί όπου κατευθύνομαι, έρχομαι κάπου (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο νησί;» β. «μέχρι εδώ φτάνει η μυρουδιά τών λουλουδιών» γ. «φθάσε σήμερον γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ. δ.… …   Dictionary of Greek

  • μικροβιακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα μικρόβια: Ο γιατρός μού ζήτησε να κάνω μια μικροβιακή ανάλυση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»